προδιάπλασις

προδιάπλασις
-άσεως, ἡ, Μ [προδιαπλάσσω]
(κυρίως για την ανθρώπινη φύση τού Χριστού) η προηγούμενη διάπλαση, η προηγούμενη διαμόρφωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”